- ανόνα
- (anona). Επιστημονική ονομασία γένους φυτών της οικογένειας των ανονιδών, ιθαγενών των τροπικών και υποτροπικών περιοχών της Αμερικής και της Αφρικής. Είναι μικρά δέντρα και θάμνοι, με φύλλα ακέραια και λειόχειλα και άνθη που εμφανίζονται στις μασχάλες τους. Μερικά είδη καλλιεργούνται για τους σαρκώδεις καρπούς τους και άλλα μόνο ως διακοσμητικά. Πολλαπλασιάζονται με σπέρματα και καρποφορούν τον τρίτο ή τον τέταρτο χρόνο μετά τη βλάστησή τους. Οι καρποί τους τρώγονται και μαζεύονται λίγο πριν ωριμάσουν. Τα κυριότερα από τα 60 είδη του γένους είναι δύο. Το πρώτο, η α. η χεριμολία, είναι δέντρο ύψους έως 8 μ., με φύλλα που καλύπτονται από πυκνό χνούδι και πρασινοκίτρινα αρωματικά άνθη. Ο καρπός του έχει υπόξινη γεύση, αλλά ωραίο άρωμα. Το βάρος του μπορεί να φτάσει τα 5 κιλά. Το δεύτερο είδος, η α. η φολιδωτή,είναι δέντρο ύψους έως 6 μ. με λογχοειδή φύλλα, που καλύπτονται από αραιό τρίχωμα και φέρουν κιτρινοπράσινα στίγματα. Τα άνθη τους είναι πρασινοκίτρινα. Ο καρπός τους μοιάζει με αυτόν του προηγούμενου είδους αλλά –αντίθετα από τον υπόξινο του πρώτου – έχει πολύ γλυκιά γεύση. Οι άγουροι καρποί και τα σπέρματά του χρησιμοποιούνται ως ανθελμινθικά, ενώ η ρίζα τους έχει καθαρτικές ιδιότητες.
Dictionary of Greek. 2013.